ἐκθυσία

ἐκθυσία
ἐκ-θῠσία, ,
A = ἔκθυσις I, Vett.Val.183.26(pl.), Zos.2.1.2(pl.) :— written [full] ἐχθυσία, IG11(2).142.59(Delos, iv B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εκθυσία — ἐκθυσία, η (Α) εξιλαστήρια θυσία, εξιλέωση …   Dictionary of Greek

  • ἐκθυσίας — ἐκθυσίᾱς , ἐκθυσία fem acc pl ἐκθυσίᾱς , ἐκθυσία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκθυσιῶν — ἐκθυσία fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυσία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στην τελετουργική ανάλωση ενός αγαθού. Στον όρο θ. εντάσσεται μεγάλη ποικιλία θρησκευτικών γεγονότων, τα οποία θα μπορούσαν να περιληφθούν σε τρεις θεμελιώδεις κατηγορίες: την προσφορά των απαρχών (των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”